Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀλίσθανος
ὀλισθάνω
ὀλισθήεις
ὀλίσθημα
ὀλισθηρός
ὀλίσθησις
ὀλισθητικός
ὀλισθογνωμονέω
ὀλισθοποιέω
ὄλισθος
ὀλισθός
ὀλισθράζω
ὁλκαδικός
ὁλκαδοχρίστης
ὁλκάζω
ὁλκαία
ὁλκαῖον
ὁλκαῖος
ὁλκάς
ὁλκεῖον
ὁλκεύς
View word page
ὀλισθός
ὀλισθός,
A). v. ὀλίσθανος.


ShortDef

slippery

Debugging

Headword:
ὀλισθός
Headword (normalized):
ὀλισθός
Headword (normalized/stripped):
ολισθος
IDX:
73146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73147
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀλισθός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀλίσθανος.</span> </div> </div><br><br>'}