Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀλιγόϋπνος
ὀλιγοφαγία
ὀλιγοφάγος
ὀλιγοφαής
ὀλιγοφιλία
ὀλιγοφόρος
ὀλιγοφραδής
ὀλιγόφρων
ὀλιγόφυλλος
ὀλιγόφωνος
ὀλιγόχλωρον
ὀλιγόχοος
ὀλιγοχορδία
ὀλιγόχορδος
ὀλιγοχρήματος
ὀλιγοχρονέω
ὀλιγοχρόνιος
ὀλιγοχρονιότης
ὀλιγόχρονος
ὀλιγόχρυσος
ὀλιγόχυλος
View word page
ὀλιγόχλωρον
ὀλῐγό-χλωρον
,
τό
,
A).
=
κάππαρις
, Ps.-
Dsc.
2.173
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀλιγόχλωρον
Headword (normalized):
ὀλιγόχλωρον
Headword (normalized/stripped):
ολιγοχλωρον
IDX:
73100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73101
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀλῐγό-χλωρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κάππαρις</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.173 </span>.</div> </div><br><br>'}