Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀλιγότριχος
ὀλιγοτροφία
ὀλιγότροφος
ὀλιγόϋδρος
ὀλιγόυλος
ὀλιγοϋπνέω
ὀλιγοϋπνία
ὀλιγόϋπνος
ὀλιγοφαγία
ὀλιγοφάγος
ὀλιγοφαής
ὀλιγοφιλία
ὀλιγοφόρος
ὀλιγοφραδής
ὀλιγόφρων
ὀλιγόφυλλος
ὀλιγόφωνος
ὀλιγόχλωρον
ὀλιγόχοος
ὀλιγοχορδία
ὀλιγόχορδος
View word page
ὀλιγοφαής
ὀλῐγο-φᾰής
,
ές
,
A).
gloss on
βραχυφεγγίτης
,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὀλιγοφαής
Headword (normalized):
ὀλιγοφαής
Headword (normalized/stripped):
ολιγοφαης
IDX:
73093
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73094
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀλῐγο-φᾰής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">βραχυφεγγίτης</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}