Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀλιγομετρία
ὀλιγόμισθος
ὀλιγομυθία
ὀλιγόνειρος
ὀλιγόξυλος
ὀλιγοπαιδία
ὀλιγόπαις
ὀλιγόπιστος
ὀλιγόπνους
ὀλιγοποιέω
ὀλιγοπόλιος
ὀλιγοπονία
ὀλιγόπονος
ὀλιγοποσία
ὀλιγοποτέω
ὀλιγοπότης
ὀλιγόποτος
ὀλιγοπραγμοσύνη
ὀλιγοπράγμων
ὀλιγόπτερος
ὀλιγοπύθμην
View word page
ὀλιγοπόλιος
ὀλῐγο-πόλιος, ον,
A). with thin grey hair, Hsch. s.v. σπαρνοπόλιος.


ShortDef

with thin grey hair

Debugging

Headword:
ὀλιγοπόλιος
Headword (normalized):
ὀλιγοπόλιος
Headword (normalized/stripped):
ολιγοπολιος
IDX:
73046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73047
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀλῐγο-πόλιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with thin grey hair,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">σπαρνοπόλιος.</span> </div> </div><br><br>'}