Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀλιγομαθής
ὀλιγομέρεια
ὀλιγομετρία
ὀλιγόμισθος
ὀλιγομυθία
ὀλιγόνειρος
ὀλιγόξυλος
ὀλιγοπαιδία
ὀλιγόπαις
ὀλιγόπιστος
ὀλιγόπνους
ὀλιγοποιέω
ὀλιγοπόλιος
ὀλιγοπονία
ὀλιγόπονος
ὀλιγοποσία
ὀλιγοποτέω
ὀλιγοπότης
ὀλιγόποτος
ὀλιγοπραγμοσύνη
ὀλιγοπράγμων
View word page
ὀλιγόπνους
ὀλῐγό-πνους, ουν,
A). scant of breath, Hsch. s.v. ἀζαλές.


ShortDef

scant of breath

Debugging

Headword:
ὀλιγόπνους
Headword (normalized):
ὀλιγόπνους
Headword (normalized/stripped):
ολιγοπνους
IDX:
73044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73045
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀλῐγό-πνους</span>, <span class="itype greek">ουν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scant of breath,</span> Hsch. s.v. <span class="ref greek">ἀζαλές.</span> </div> </div><br><br>'}