Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀλιγόδενδρος
ὀλιγοδίαιτος
ὀλιγόδουλος
ὀλιγοδρανέω
ὀλιγοδρανής
ὀλιγοδρανία
ὀλιγοδρομέω
ὀλιγοδυναμέω
ὀλιγοδύναμος
ὀλιγοέλαιος
ὀλιγοεξία
ὀλιγοεργής
ὀλιγοέτης
ὀλιγοετία
ὀλίγοζος
ὀλιγοθερμία
ὀλιγόθερμος
ὀλιγοθυμέω
ὀλιγόϊνος
ὀλιγόκαιρος
ὀλιγοκάλαμος
View word page
ὀλιγοεξία
ὀλῐγο-εξία,
A). v. ὀλιγεκτέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀλιγοεξία
Headword (normalized):
ὀλιγοεξία
Headword (normalized/stripped):
ολιγοεξια
IDX:
73015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-73016
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀλῐγο-εξία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀλιγεκτέω.</span> </div> </div><br><br>'}