Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀναπόσπαστος
ἀναπόστατος
ἀναπόστολος
ἀναπόστρεπτος
ἀναποτέλεστος
ἀναπότευκτος
ἀναποτικός
ἀναποτισμός
ἀναπότμητος
ἀναπότριπτος
ἀναπούλωτος
ἀναποφέρω
ἀνάπραξις
ἀνάπρασις
ἀναπράσσω
ἀναπρεσβεύω
ἀναπρήθω
ἀνάπρισις
ἀνάπταιστος
ἀναπτέον
ἀναπτεροποιέω
View word page
ἀναπούλωτος
ἀναπούλωτος
,
ον
,
A).
not scarred over,
Gal.
19.446
.
ShortDef
not scarred over
Debugging
Headword:
ἀναπούλωτος
Headword (normalized):
ἀναπούλωτος
Headword (normalized/stripped):
αναπουλωτος
IDX:
7299
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7300
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναπούλωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not scarred over,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.446 </span>.</div> </div><br><br>'}