Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀλιγήμερος
ὀλιγηπελέων
ὀλιγηπελής
ὀλιγηπελία
ὀλιγήρης
ὀλιγήριος
ὀλιγηροσίη
ὀλιγησίπυος
ὀλίγινθα
ὀλιγιστάκις
ὀλίγιστος
ὀλιγόαιμος
ὀλιγοβαρής
ὀλιγόβιος
ὀλιγόβουλος
ὀλιγογνώμων
ὀλιγογόνατος
ὀλιγογονία
ὀλιγόγονος
ὀλιγογράμματος
ὀλιγοδάπανος
View word page
ὀλίγιστος
ὀλῐ/γ-ιστος,
A). v. ὀλίγος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀλίγιστος
Headword (normalized):
ὀλίγιστος
Headword (normalized/stripped):
ολιγιστος
IDX:
72992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72993
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀλῐ/γ-ιστος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀλίγος.</span> </div> </div><br><br>'}