Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναπόρριφος
ἀναπόσβεστος
ἀνάποσις
ἀναπόσπαστος
ἀναπόστατος
ἀναπόστολος
ἀναπόστρεπτος
ἀναποτέλεστος
ἀναπότευκτος
ἀναποτικός
ἀναποτισμός
ἀναπότμητος
ἀναπότριπτος
ἀναπούλωτος
ἀναποφέρω
ἀνάπραξις
ἀνάπρασις
ἀναπράσσω
ἀναπρεσβεύω
ἀναπρήθω
ἀνάπρισις
View word page
ἀναποτισμός
ἀναποτισμός, ,
A). watering, dub. in PLond. 3.1177.187 (ii A. D.).


ShortDef

watering

Debugging

Headword:
ἀναποτισμός
Headword (normalized):
ἀναποτισμός
Headword (normalized/stripped):
αναποτισμος
IDX:
7296
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7297
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναποτισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">watering,</span> dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 3.1177.187 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}