Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναπόμπιμος
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπορεύομαι
ἀναπόρριφος
ἀναπόσβεστος
ἀνάποσις
ἀναπόσπαστος
ἀναπόστατος
ἀναπόστολος
ἀναπόστρεπτος
ἀναποτέλεστος
ἀναπότευκτος
ἀναποτικός
ἀναποτισμός
ἀναπότμητος
ἀναπότριπτος
ἀναπούλωτος
ἀναποφέρω
ἀνάπραξις
ἀνάπρασις
View word page
ἀναπόστρεπτος
ἀναπό-στρεπτος, ον,
A). not to be turned away, Sm. Jb. 9.13 .


ShortDef

not to be turned away

Debugging

Headword:
ἀναπόστρεπτος
Headword (normalized):
ἀναπόστρεπτος
Headword (normalized/stripped):
αναποστρεπτος
IDX:
7292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7293
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναπό-στρεπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not to be turned away,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sm.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Jb.</span> 9.13 </span>.</div> </div><br><br>'}