Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναπομπή
ἀναπόμπιμος
ἀναπομπός
ἀναπόνιπτος
ἀναπορεύομαι
ἀναπόρριφος
ἀναπόσβεστος
ἀνάποσις
ἀναπόσπαστος
ἀναπόστατος
ἀναπόστολος
ἀναπόστρεπτος
ἀναποτέλεστος
ἀναπότευκτος
ἀναποτικός
ἀναποτισμός
ἀναπότμητος
ἀναπότριπτος
ἀναπούλωτος
ἀναποφέρω
ἀνάπραξις
View word page
ἀναπόστολος
ἀναπό-στολος, ον,
A). without permit, ἐξὸν ἐκπλεῖν ἀ. PGnom. 165 (ii A. D.).


ShortDef

without permit

Debugging

Headword:
ἀναπόστολος
Headword (normalized):
ἀναπόστολος
Headword (normalized/stripped):
αναποστολος
IDX:
7291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7292
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναπό-στολος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">without permit,</span> <span class="quote greek">ἐξὸν ἐκπλεῖν ἀ.</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PGnom.</span> 165 </span> (ii A. D.).</div> </div><br><br>'}