Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀκτωκαιτριακοντάμετρος
ὀκτωκαιτριακόντεδρον
ὀκτώμηνος
ὀκτωπάλαιστος
ὀκτώπηχυς
ὀκτώπους
ὀκτωστάδιος
ὀκτώφορος
ὀκχέω
ὄκχη
ὅκως
ὄκωχα
ὀκτωή
ὀκτώιμος
ὄλα
ὀλαγμεύειν
ὀλαθεῖ
ὀλαιμεύς
ὀλατοί
ὁλάργυρος
ὁλάω
View word page
ὅκως
ὅκως, Ion. for ὅπως.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὅκως
Headword (normalized):
ὅκως
Headword (normalized/stripped):
οκως
IDX:
72878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72879
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὅκως</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ὅπως.</span> </div><br><br>'}