Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀκτώ
ὀκτώβιβλος
ὀκτώβολοι
ὀκτωδάκτυλος
ὀκτωετία
ὀκτωκαίδεκα
ὀκτωκαιδεκάδραχμος
ὀκτωκαιδεκαετηρίς
ὀκτωκαιδεκαέτης
ὀκτωκαιδέκακις
ὀκτωκαιδεκάπεδος
ὀκτωκαιδεκάπηχυς
ὀκτωκαιδεκαπλάσιος
ὀκτωκαιδεκάς
ὀκτωκαιδεκάσημος
ὀκτωκαιδεκαταῖος
ὀκτωκαιδέκατος
ὀκτωκαιδεκέτης
ὀκτωκαιεικοσαπλασίων
ὀκτωκαιεικοσίφθογγος
ὀκτωκαιεικοστός
View word page
ὀκτωκαιδεκάπεδος
ὀκτωκαιδεκά-πεδος, ον,
A). eighteen feet long, ξύλα IG 42(1).109 ii 138 (Epid., iii B. C.).


ShortDef

eighteen feet long

Debugging

Headword:
ὀκτωκαιδεκάπεδος
Headword (normalized):
ὀκτωκαιδεκάπεδος
Headword (normalized/stripped):
οκτωκαιδεκαπεδος
IDX:
72857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72858
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀκτωκαιδεκά-πεδος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">eighteen feet long,</span> <span class="quote greek">ξύλα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 42(1).109 </span> <span class="bibl"> ii 138 </span> (Epid., iii B. C.).</div> </div><br><br>'}