Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀκτάχρονος
ὀκταχῶς
ὀκτήρης
ὀκτώ
ὀκτώβιβλος
ὀκτώβολοι
ὀκτωδάκτυλος
ὀκτωετία
ὀκτωκαίδεκα
ὀκτωκαιδεκάδραχμος
ὀκτωκαιδεκαετηρίς
ὀκτωκαιδεκαέτης
ὀκτωκαιδέκακις
ὀκτωκαιδεκάπεδος
ὀκτωκαιδεκάπηχυς
ὀκτωκαιδεκαπλάσιος
ὀκτωκαιδεκάς
ὀκτωκαιδεκάσημος
ὀκτωκαιδεκαταῖος
ὀκτωκαιδέκατος
ὀκτωκαιδεκέτης
View word page
ὀκτωκαιδεκαετηρίς
ὀκτωκαιδεκα-ετηρίς
,
ίδος
,
ἡ
,
A).
period of eighteen years,
Ptol.
Alm.
4.3
, al.
ShortDef
period of eighteen years
Debugging
Headword:
ὀκτωκαιδεκαετηρίς
Headword (normalized):
ὀκτωκαιδεκαετηρίς
Headword (normalized/stripped):
οκτωκαιδεκαετηρις
IDX:
72854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72855
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀκτωκαιδεκα-ετηρίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">period of eighteen years,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Alm.</span> 4.3 </span>, al.</div> </div><br><br>'}