Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀκτάτροχος
ὀκτάτυπος
ὀκτάφορος
ὀκτάχορδος
ὀκτάχρονος
ὀκταχῶς
ὀκτήρης
ὀκτώ
ὀκτώβιβλος
ὀκτώβολοι
ὀκτωδάκτυλος
ὀκτωετία
ὀκτωκαίδεκα
ὀκτωκαιδεκάδραχμος
ὀκτωκαιδεκαετηρίς
ὀκτωκαιδεκαέτης
ὀκτωκαιδέκακις
ὀκτωκαιδεκάπεδος
ὀκτωκαιδεκάπηχυς
ὀκτωκαιδεκαπλάσιος
ὀκτωκαιδεκάς
View word page
ὀκτωδάκτυλος
ὀκτω-δάκτῠλος, ον,
A). v. ὀκταδ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀκτωδάκτυλος
Headword (normalized):
ὀκτωδάκτυλος
Headword (normalized/stripped):
οκτωδακτυλος
IDX:
72850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72851
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀκτω-δάκτῠλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὀκταδ-.</span> </div> </div><br><br>'}