Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὄκταλλος
ὀκτάλοβος
ὀκταλοχία
ὀκταμερής
ὀκτάμετρος
ὀκταμηνιαῖος
ὀκτάμηνος
ὀκτάξεστος
ὀκταούγκιον
ὀκταπάλαιστος
ὀκτάπεδος
ὀκτάπηχυς
ὀκταπλασιάζω
ὀκταπλάσιος
ὀκτάπλεθρος
ὀκταπλόος
ὀκταπόδης
ὀκταπόδιον
ὀκτάπους
ὀκτάραβδος
ὀκτάρουρος
View word page
ὀκτάπεδος
ὀκτά-πεδος, ον, Dor. for ὀκτάπους, Tab.Heracl. 2.45 , al. (in form ηοκτ-).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὀκτάπεδος
Headword (normalized):
ὀκτάπεδος
Headword (normalized/stripped):
οκταπεδος
IDX:
72815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72816
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀκτά-πεδος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ὀκτάπους,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Tab.Heracl.</span> 2.45 </span>, al. (in form <span class="foreign greek">ηοκτ-</span>).</div><br><br>'}