Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀκτακότυλος
ὀκτάκωλος
ὄκταλλος
ὀκτάλοβος
ὀκταλοχία
ὀκταμερής
ὀκτάμετρος
ὀκταμηνιαῖος
ὀκτάμηνος
ὀκτάξεστος
ὀκταούγκιον
ὀκταπάλαιστος
ὀκτάπεδος
ὀκτάπηχυς
ὀκταπλασιάζω
ὀκταπλάσιος
ὀκτάπλεθρος
ὀκταπλόος
ὀκταπόδης
ὀκταπόδιον
ὀκτάπους
View word page
ὀκταούγκιον
ὀκτα-ούγκιον, τό, = Lat.
A). bes, Gloss.


ShortDef

bes

Debugging

Headword:
ὀκταούγκιον
Headword (normalized):
ὀκταούγκιον
Headword (normalized/stripped):
οκταουγκιον
IDX:
72813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72814
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀκτα-ούγκιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bes,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}