Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀκτάκις
ὀκτακισμύριοι
ὀκτακισχίλιοι
ὀκτακισχιλιοστός
ὀκτάκλινον
ὀκτάκνημος
ὀκτακόσιοι
ὀκτακοσιοστός
ὀκτακότυλος
ὀκτάκωλος
ὄκταλλος
ὀκτάλοβος
ὀκταλοχία
ὀκταμερής
ὀκτάμετρος
ὀκταμηνιαῖος
ὀκτάμηνος
ὀκτάξεστος
ὀκταούγκιον
ὀκταπάλαιστος
ὀκτάπεδος
View word page
ὄκταλλος
ὄκταλλος, ,
A). v. ὄκκον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὄκταλλος
Headword (normalized):
ὄκταλλος
Headword (normalized/stripped):
οκταλλος
IDX:
72805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72806
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὄκταλλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὄκκον.</span> </div> </div><br><br>'}