Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀκτάδραχμος
ὀκταεδρικόν
ὀκτάεδρος
ὀκτάειδος
ὀκταετηρίς
ὀκταέτης
ὀκταετία
ὀκταήμερος
ὀκτακαιεικοσέτης
ὀκτακάτιοι
ὀκτάκερκις
ὀκτάκις
ὀκτακισμύριοι
ὀκτακισχίλιοι
ὀκτακισχιλιοστός
ὀκτάκλινον
ὀκτάκνημος
ὀκτακόσιοι
ὀκτακοσιοστός
ὀκτακότυλος
ὀκτάκωλος
View word page
ὀκτάκερκις
ὀκτά-κερκις
,
ιδος
,
ὁ
,
ἡ
,
A).
with eight spokes,
EM
621.16
.
ShortDef
with eight spokes
Debugging
Headword:
ὀκτάκερκις
Headword (normalized):
ὀκτάκερκις
Headword (normalized/stripped):
οκτακερκις
IDX:
72794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72795
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀκτά-κερκις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with eight spokes,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 621.16 </span>.</div> </div><br><br>'}