Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀκταδακτυλιαῖς
ὀκταδάκτυλος
ὀκτάδιον
ὀκτάδραχμος
ὀκταεδρικόν
ὀκτάεδρος
ὀκτάειδος
ὀκταετηρίς
ὀκταέτης
ὀκταετία
ὀκταήμερος
ὀκτακαιεικοσέτης
ὀκτακάτιοι
ὀκτάκερκις
ὀκτάκις
ὀκτακισμύριοι
ὀκτακισχίλιοι
ὀκτακισχιλιοστός
ὀκτάκλινον
ὀκτάκνημος
ὀκτακόσιοι
View word page
ὀκταήμερος
ὀκτα-ήμερος
,
ον
,
A).
eight days old,
Ep.Phil.
3.5
.
ShortDef
on the eighth day
Debugging
Headword:
ὀκταήμερος
Headword (normalized):
ὀκταήμερος
Headword (normalized/stripped):
οκταημερος
IDX:
72791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72792
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὀκτα-ήμερος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">eight days old,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ep.Phil.</span> 3.5 </span>.</div> </div><br><br>'}