Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὀκνάδραστον
ὀκναλέος
ὀκνέω
ὀκνηρεύω
ὀκνηρία
ὀκνηρός
ὄκνησις
ὀκνητέον
ὄκνος
ὀκνώδης
ὁκοδαπός
ὀκορνός
ὀκριάζω
ὀκριάομαι
ὀκρίβας
ὀκρίβατον
ὀκριοειδής
ὀκριόεις
ὄκρις
ὀκρυόεις
ὀκτάβλωμος
View word page
ὁκοδαπός
ὁκοδαπός
,
ὁκόθεν
,
ὁκοῖος
,
ὁκόσος
,
ὁκότε
,
ὁκότερος
,
ὅκου
, Ion. for
ὁποδαπός,
etc.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὁκοδαπός
Headword (normalized):
ὁκοδαπός
Headword (normalized/stripped):
οκοδαπος
IDX:
72766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72767
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὁκοδαπός</span>, <span class="orth greek">ὁκόθεν</span>, <span class="orth greek">ὁκοῖος</span>, <span class="orth greek">ὁκόσος</span>, <span class="orth greek">ὁκότε</span>, <span class="orth greek">ὁκότερος</span>, <span class="orth greek">ὅκου</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ὁποδαπός,</span> etc.</div><br><br>'}