Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

οἰωνοσκοπέω
οἰωνοσκοπητικός
οἰωνοσκοπία
οἰωνοσκοπικός
οἰωνόσκοπος
οἰωνοτροφεύς
οἰῶντα
ὅκᾰ
ὄκᾳ
ὀκέλλω
ὅκη
ὀκιμβάζω
ὅκκα1
ὅκκα2
ὄκκαβος
ὄκκον
ὀκλαδία
ὀκλαδίας
ὀκλαδιστί
ὀκλαδόν
ὀκλάζω
View word page
ὅκη
ὅκη, Ion. for ὅπη.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὅκη
Headword (normalized):
ὅκη
Headword (normalized/stripped):
οκη
IDX:
72741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72742
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὅκη</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ὅπη.</span> </div><br><br>'}