Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

οἰωνιστικός
οἰωνόβρωτος
οἰωνοθέτης
οἰωνόθροος
οἰωνοκτόνος
οἰωνομαντεία
οἰωνομαντικός
οἰωνόμαντις
οἰωνόμικτος
οἰωνοπολέω
οἰωνοπολία
οἰωνοπόλος
οἰωνός
οἰωνοσκοπεῖον
οἰωνοσκοπέω
οἰωνοσκοπητικός
οἰωνοσκοπία
οἰωνοσκοπικός
οἰωνόσκοπος
οἰωνοτροφεύς
οἰῶντα
View word page
οἰωνοπολία
οἰωνο-πολία, ,=οἰωνομαντεία, Suid.
A). s.v. Πόλλης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οἰωνοπολία
Headword (normalized):
οἰωνοπολία
Headword (normalized/stripped):
οιωνοπολια
IDX:
72727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72728
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰωνο-πολία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,=<span class="foreign greek">οἰωνομαντεία,</span> Suid.<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">Πόλλης.</span> </div> </div><br><br>'}