Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

οἰώνισις
οἰώνισμα
οἰωνισμός
οἰωνιστήριον
οἰωνιστής
οἰωνιστικός
οἰωνόβρωτος
οἰωνοθέτης
οἰωνόθροος
οἰωνοκτόνος
οἰωνομαντεία
οἰωνομαντικός
οἰωνόμαντις
οἰωνόμικτος
οἰωνοπολέω
οἰωνοπολία
οἰωνοπόλος
οἰωνός
οἰωνοσκοπεῖον
οἰωνοσκοπέω
οἰωνοσκοπητικός
View word page
οἰωνομαντεία
οἰωνο-μαντεία, ,
A). augury, Suid.


ShortDef

augury

Debugging

Headword:
οἰωνομαντεία
Headword (normalized):
οἰωνομαντεία
Headword (normalized/stripped):
οιωνομαντεια
IDX:
72722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72723
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰωνο-μαντεία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">augury,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}