Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

οἴσω
Οἴτη
Οἰτόλινος
οἶτος
Οἰτόσυρος
οἰφεί
οἴφω
Οἰχαλία
οἰχέομαι
οἰχητέον
οἰχμή
οἰχμᾶν
οἰχνέω
οἴχομαι
οἰχῶρος
οἴω
ὀΐω
οἰωνίζομαι
οἰώνισις
οἰώνισμα
οἰωνισμός
View word page
οἰχμή
οἰχμή· δούλη, οἱ δὲ


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οἰχμή
Headword (normalized):
οἰχμή
Headword (normalized/stripped):
οιχμη
IDX:
72704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72705
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰχμή·</span> <span class="foreign greek">δούλη, οἱ δὲ</span> </div><br><br>'}