Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
οἰστροδόνητος
οἰστρομανής
οἰστρομανία
οἰστροπλάνεια
οἰστροπλήξ
οἶστρος
οἰστροφόρος
οἰστρώδης
οἰσύα
οἰσύϊνος
οἴσυλος
οἴσυον
οἰσυοπλόκος
οἰσυουργός
οἰσύπειον
οἰσύπη
οἰσυπηρός
οἰσυπίς
οἰσυπόεις
οἴσυπον
οἴσυπος
View word page
οἴσυλος
οἴσυλος·
προϊοῦλος, προύνικος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
οἴσυλος
Headword (normalized):
οἴσυλος
Headword (normalized/stripped):
οισυλος
IDX:
72682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72683
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἴσυλος·</span> <span class="foreign greek">προϊοῦλος, προύνικος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}