Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὀϊστοδόχος
ὀϊστοθήκη
ὀϊστοκόμος
οἰστός
ὀϊστός
ὀϊστοῦχος
οἰστράω
οἰστρηδόν
οἰστρήεις
οἰστρηλασία
οἰστρηλατεῖται
οἰστρήλατος
οἴστρημα
οἴστρησις
οἰστροβολέω
οἰστρογενέτωρ
οἰστροδίνητος
οἰστροδόνητος
οἰστρομανής
οἰστρομανία
οἰστροπλάνεια
View word page
οἰστρηλατεῖται
οἰστρ-ηλατεῖται (-ιλατεῖ cod.): μαίνεται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οἰστρηλατεῖται
Headword (normalized):
οἰστρηλατεῖται
Headword (normalized/stripped):
οιστρηλατειται
IDX:
72665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72666
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰστρ-ηλατεῖται</span> (<span class="foreign greek">-ιλατεῖ</span> cod.): <span class="foreign greek">μαίνεται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}