Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

οἰνουργέω
οἰνουργία
οἰνοῦττα
οἰνοφαγία
οἰνοφερής
οἰνοφλυγέω
οἰνοφλυγία
οἰνοφλυγίζω
οἰνόφλυξ
οἰνοφορεῖον
οἰνοφόριον
οἰνοφορέω
οἰνοφόρος
οἰνοφύλαξ
οἰνόφυτος
οἰνοχαρής
οἰνοχάρων
οἰνοχειριστής
οἰνοχίτων
οἰνοχοεία
οἰνοχοεύω
View word page
οἰνοφόριον
οἰνο-φόριον, τό,
A). = οἰνοφόρον , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οἰνοφόριον
Headword (normalized):
οἰνοφόριον
Headword (normalized/stripped):
οινοφοριον
IDX:
72562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72563
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰνο-φόριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">οἰνοφόρον</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}