Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
οἰνοτροπικοί
οἰνοτρόποι
οἰνοτρόφος
οἰνουργέω
οἰνουργία
οἰνοῦττα
οἰνοφαγία
οἰνοφερής
οἰνοφλυγέω
οἰνοφλυγία
οἰνοφλυγίζω
οἰνόφλυξ
οἰνοφορεῖον
οἰνοφόριον
οἰνοφορέω
οἰνοφόρος
οἰνοφύλαξ
οἰνόφυτος
οἰνοχαρής
οἰνοχάρων
οἰνοχειριστής
View word page
οἰνοφλυγίζω
οἰνοφλῠγ-ίζω
, = foreg.,
Thd.
Is.
56.12
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
οἰνοφλυγίζω
Headword (normalized):
οἰνοφλυγίζω
Headword (normalized/stripped):
οινοφλυγιζω
IDX:
72559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72560
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰνοφλῠγ-ίζω</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Is.</span> 56.12 </span>.</div><br><br>'}