Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

οἰνοποτέω
οἰνοποτήρ
οἰνοπότης
οἰνοπράτης
οἰνόπται
οἰνοπωλέω
οἰνοπώλης
οἰνοπώλιον
οἰνορρόδινον
οἶνος
οἰνός
οἰνόσπονδος
οἰνοτόκος
οἰνοτροπικοί
οἰνοτρόποι
οἰνοτρόφος
οἰνουργέω
οἰνουργία
οἰνοῦττα
οἰνοφαγία
οἰνοφερής
View word page
οἰνός
οἰνός, ,
A). = οἴνη (B) (q.v.).


ShortDef

ace

Debugging

Headword:
οἰνός
Headword (normalized):
οἰνός
Headword (normalized/stripped):
οινος
IDX:
72546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72547
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰνός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">οἴνη</span> (B) (q.v.).</div> </div><br><br>'}