Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

οἰνομανής
οἰνομάχλη
οἰνόμελι
οἰνομετρέω
οἰνομήτωρ
οἰνομύρσινον
οἶνον
οἰνοπαραλημπτής
οἰνόπεδος
οἰνοπέπαντος
οἰνοπέπηκτον
οἰνόπη
οἰνοπίπης
οἰνοπλάνητος
οἰνοπληθής
οἰνοπλήξ
οἰνοποιέω
οἰνοποιητέον
οἰνοποιία
οἰνοποιός
οἰνοπόρος
View word page
οἰνοπέπηκτον
οἰνο-πέπηκτον· οἰνόδεσμον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οἰνοπέπηκτον
Headword (normalized):
οἰνοπέπηκτον
Headword (normalized/stripped):
οινοπεπηκτον
IDX:
72521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72522
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰνο-πέπηκτον·</span> <span class="foreign greek">οἰνόδεσμον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}