Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
οἰνόκρεον
οἰνόληπτος
οἰνολογέω
οἰνολογία
οἰνομανής
οἰνομάχλη
οἰνόμελι
οἰνομετρέω
οἰνομήτωρ
οἰνομύρσινον
οἶνον
οἰνοπαραλημπτής
οἰνόπεδος
οἰνοπέπαντος
οἰνοπέπηκτον
οἰνόπη
οἰνοπίπης
οἰνοπλάνητος
οἰνοπληθής
οἰνοπλήξ
οἰνοποιέω
View word page
οἶνον
οἶνον
,
τό
, in pl.,
οἶνα· τὰ τῆς ἀμπέλου φύλλα,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
οἶνον
Headword (normalized):
οἶνον
Headword (normalized/stripped):
οινον
IDX:
72517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72518
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἶνον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, in pl., <span class="foreign greek">οἶνα· τὰ τῆς ἀμπέλου φύλλα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}