Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
οἰνοδοχεῖον
οἰνοδόχος
οἰνοδώτης
οἰνοειδής
οἰνόεις
Οἰνόη
οἰνοηθητής
οἰνοθήκη
οἰνοθήρας
οἰνοκάπηλος
οἰνοκάχλη
οἰνοκηκίς
οἰνόκρεον
οἰνόληπτος
οἰνολογέω
οἰνολογία
οἰνομανής
οἰνομάχλη
οἰνόμελι
οἰνομετρέω
οἰνομήτωρ
View word page
οἰνοκάχλη
οἰνο-κάχλη
,
A).
f.l. for
οἰνομάχλη
(q.v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
οἰνοκάχλη
Headword (normalized):
οἰνοκάχλη
Headword (normalized/stripped):
οινοκαχλη
IDX:
72505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72506
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰνο-κάχλη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">οἰνομάχλη</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}