Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

οἰνογεύστης
οἰνογευστικός
οἰνόδεσμον
οἰνοδόκος
οἰνοδοσία
οἰνοδοτέω
οἰνοδότης
οἰνοδοχεῖον
οἰνοδόχος
οἰνοδώτης
οἰνοειδής
οἰνόεις
Οἰνόη
οἰνοηθητής
οἰνοθήκη
οἰνοθήρας
οἰνοκάπηλος
οἰνοκάχλη
οἰνοκηκίς
οἰνόκρεον
οἰνόληπτος
View word page
οἰνοειδής
οἰνο-ειδής, ές,
A). like wine, Hsch. s.v. οἰνωπόν.


ShortDef

like wine

Debugging

Headword:
οἰνοειδής
Headword (normalized):
οἰνοειδής
Headword (normalized/stripped):
οινοειδης
IDX:
72498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72499
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰνο-ειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">like wine,</span> Hsch. s.v. <span class="ref greek">οἰνωπόν.</span> </div> </div><br><br>'}