Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

οἰνιαστήρια
οἰνίδιον
οἰνιεῖς
οἰνίζω1
οἰνίζω2
οἰνικός
οἴνινος
οἰνίσκος
οἰνιστήρια1
οἰνιστηρία2
οἰνιψυκτήρ
οἰνοβαρείων
οἰνοβαρής
οἰνοβαφής
οἰνοβλαβής
οἰνοβρεχής
οἰνοβρώς
οἰνόγαλα
οἰνόγαρον
οἰνογευστέω
οἰνογεύστης
View word page
οἰνιψυκτήρ
οἰνιψυκτήρ,
A). v. οἰνοψυκτήρ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οἰνιψυκτήρ
Headword (normalized):
οἰνιψυκτήρ
Headword (normalized/stripped):
οινιψυκτηρ
IDX:
72478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72479
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰνιψυκτήρ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">οἰνοψυκτήρ.</span> </div> </div><br><br>'}