Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

οἰνέλαιον
οἰνέμπορος
οἰνεραστής
οἴνη1
οἴνη2
οἰνηγία
οἰνηγός
οἰνηρός
οἰνήρυσις
οἰνιάς
οἰνιαστήρια
οἰνίδιον
οἰνιεῖς
οἰνίζω1
οἰνίζω2
οἰνικός
οἴνινος
οἰνίσκος
οἰνιστήρια1
οἰνιστηρία2
οἰνιψυκτήρ
View word page
οἰνιαστήρια
οἰνιαστήρια, τά,
A). v. οἰνιστήρια.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οἰνιαστήρια
Headword (normalized):
οἰνιαστήρια
Headword (normalized/stripped):
οινιαστηρια
IDX:
72468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72469
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰνιαστήρια</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">οἰνιστήρια.</span> </div> </div><br><br>'}