Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναπλοκή
ἀνάπλοος
ἀναπλόω
ἀνάπλυσις
ἀνάπλωσις
ἀναπλώω
ἀνάπνευμα
ἀνάπνευσις
ἀναπνευστικός
ἀνάπνευστος
ἀναπνεύω
ἀναπνέω
ἀναπνοείτης
ἀναπνοή
ἀνάπνοια
ἀναπνοϊκός
ἀναπόβλητος
ἀναπόγραφος
ἀναπόδεικτος
ἀναπόδεκτος
ἀναποδέχομαι
View word page
ἀναπνεύω
ἀνα-πνεύω, = sq., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναπνεύω
Headword (normalized):
ἀναπνεύω
Headword (normalized/stripped):
αναπνευω
IDX:
7242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7243
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνα-πνεύω</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}