Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

οἰκωφελής
οἰκωφελία
οἰλάωμα
Ὀϊλεύς
οἶμα
οἶμαι
οἰμάω
οἴμη
οἰμηδοκέω
οἴμηλα
οἴμημα
οἰμητεύει
οἴμοι
οἶμος
οἰμωγή
οἴμωγμα
οἰμωγμός
οἰμώζω
οἰμωκτί
οἰμωκτία
οἰμωκτικός
View word page
οἴμημα
οἴμ-ημα· ὅρμημα, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οἴμημα
Headword (normalized):
οἴμημα
Headword (normalized/stripped):
οιμημα
IDX:
72425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72426
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἴμ-ημα·</span> <span class="foreign greek">ὅρμημα,</span> Id.</div><br><br>'}