Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
οἰκτίρμων
οἰκτίρω
οἴκτισμα
οἰκτισμός
οἴκτιστος
οἶκτος
οἰκτοσύνη
οἰκτριζόμενος
οἰκτρόβιος
οἰκτρόγοος
οἰκτρογοοῦντας
οἰκτροκέλευθος
οἰκτρολογία
οἰκτρομέλαθρος
οἰκτροπαθής
οἰκτρός
οἰκτρότης
οἰκτρόφωνος
οἰκτροχοέω
οἴκυλα
vοικύπολις
View word page
οἰκτρογοοῦντας
οἰκτρο-γοοῦντας·
οἰκτιζομένους, ἐλεουμένους,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
οἰκτρογοοῦντας
Headword (normalized):
οἰκτρογοοῦντας
Headword (normalized/stripped):
οικτρογοουντας
IDX:
72401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72402
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰκτρο-γοοῦντας·</span> <span class="foreign greek">οἰκτιζομένους, ἐλεουμένους,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}