Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
οἰκτικός
οἰκτιρμός
οἰκτιρμοσύνη
οἰκτίρμων
οἰκτίρω
οἴκτισμα
οἰκτισμός
οἴκτιστος
οἶκτος
οἰκτοσύνη
οἰκτριζόμενος
οἰκτρόβιος
οἰκτρόγοος
οἰκτρογοοῦντας
οἰκτροκέλευθος
οἰκτρολογία
οἰκτρομέλαθρος
οἰκτροπαθής
οἰκτρός
οἰκτρότης
οἰκτρόφωνος
View word page
οἰκτριζόμενος
οἰκτριζόμενος·
ἐλεούμενος,
Hsch.
(v.
οἰκτρογοοῦντας
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
οἰκτριζόμενος
Headword (normalized):
οἰκτριζόμενος
Headword (normalized/stripped):
οικτριζομενος
IDX:
72398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72399
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰκτριζόμενος·</span> <span class="foreign greek">ἐλεούμενος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (v. <span class="foreign greek">οἰκτρογοοῦντας</span>).</div><br><br>'}