Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

οἰκούριος
οἰκουροκαθέδριος
οἰκουρός
οἰκοφθορέω
οἰκοφθορία
οἰκόφθορος
οἰκοφόρος
οἰκοφυλακέω
οἰκοφυλάκιον
οἰκοφύλαξ
οἰκτειρέω
οἰκτείρημα
οἰκτίζω
οἰκτικός
οἰκτιρμός
οἰκτιρμοσύνη
οἰκτίρμων
οἰκτίρω
οἴκτισμα
οἰκτισμός
οἴκτιστος
View word page
οἰκτειρέω
οἰκτ-ειρέω or οἰκτ-ηρέω,
A). v. οἰκτίρω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οἰκτειρέω
Headword (normalized):
οἰκτειρέω
Headword (normalized/stripped):
οικτειρεω
IDX:
72385
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72386
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰκτ-ειρέω</span> or <span class="orth greek">οἰκτ-ηρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">οἰκτίρω.</span> </div> </div><br><br>'}