Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀναπλήρωσις
ἀναπληρωτέον
ἀναπληρωτικός
ἀναπληστικός
ἀναπλίσσω
ἀναπλοκή
ἀνάπλοος
ἀναπλόω
ἀνάπλυσις
ἀνάπλωσις
ἀναπλώω
ἀνάπνευμα
ἀνάπνευσις
ἀναπνευστικός
ἀνάπνευστος
ἀναπνεύω
ἀναπνέω
ἀναπνοείτης
ἀναπνοή
ἀνάπνοια
ἀναπνοϊκός
View word page
ἀναπλώω
ἀναπλώω, Ion. for ἀναπλέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀναπλώω
Headword (normalized):
ἀναπλώω
Headword (normalized/stripped):
αναπλωω
IDX:
7237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-7238
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀναπλώω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἀναπλέω.</span> </div><br><br>'}