Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

οἰκονομία
οἰκονομικός
οἰκονόμισσα
οἰκόνομος
οἰκοπεδικὸς
οἰκόπεδον
οἰκοποιός
οἰκοπορεῖα
οἰκόριος
οἶκος
οἰκός
οἴκοσε
οἰκοσιτία
οἰκόσιτος
οἰκοσκευή
οἰκοσκοπικόν
οἰκοσόος
οἰκότης
οἰκοτραφής
οἰκοτρίβαιος
οἰκοτριβής
View word page
οἰκός
οἰκός,
A). v. ἔοικα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οἰκός
Headword (normalized):
οἰκός
Headword (normalized/stripped):
οικος
IDX:
72353
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72354
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰκός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἔοικα.</span> </div> </div><br><br>'}