Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
οἰκονομέω
οἰκονόμημα
οἰκονομημένως
οἰκονομία
οἰκονομικός
οἰκονόμισσα
οἰκόνομος
οἰκοπεδικὸς
οἰκόπεδον
οἰκοποιός
οἰκοπορεῖα
οἰκόριος
οἶκος
οἰκός
οἴκοσε
οἰκοσιτία
οἰκόσιτος
οἰκοσκευή
οἰκοσκοπικόν
οἰκοσόος
οἰκότης
View word page
οἰκοπορεῖα
οἰκο-πορεῖα·
τὰ κατ’ οἰκίαν σκεύη,
Suid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
οἰκοπορεῖα
Headword (normalized):
οἰκοπορεῖα
Headword (normalized/stripped):
οικοπορεια
IDX:
72350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72351
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰκο-πορεῖα·</span> <span class="foreign greek">τὰ κατ’ οἰκίαν σκεύη,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}