Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

οἰκοδομητός
οἰκοδομία
οἰκοδομικός
οἰκοδομιστήριος
οἰκόδομος
οἰκοδοχεύς
οἰκοθαλής
οἴκοθεν
οἰκόθετος
οἴκοθῐ
οἰκόθουρος
οἰκόθρεπτος
οἴκοι
οἰκοκερδής
οἰκοκρατέομαι
οἰκομαχία
οἶκόνδε
οἰκονομέω
οἰκονόμημα
οἰκονομημένως
οἰκονομία
View word page
οἰκόθουρος
οἰκό-θουρος· οἰκουρὸς κύων, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οἰκόθουρος
Headword (normalized):
οἰκόθουρος
Headword (normalized/stripped):
οικοθουρος
IDX:
72333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72334
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰκό-θουρος·</span> <span class="foreign greek">οἰκουρὸς κύων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}