Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
οἰκοδέγμων
οἰκοδέκτωρ
οἰκοδεσπόζω
οἰκοδέσποινα
οἰκοδεσποσύνη
οἰκοδεσποτεία
οἰκοδεσποτέω
οἰκοδεσπότης
οἰκοδεσπότησις
οἰκοδεσποτικός
οἰκοδίαιτος
οἰκοδομεύς
οἰκοδομέω
οἰκοδομή
οἰκοδόμημα
οἰκοδομημάτιον
οἰκοδόμησις
οἰκοδομητέον
οἰκοδομητικός
οἰκοδομητός
οἰκοδομία
View word page
οἰκοδίαιτος
οἰκοδίαιτος
[ῐ]
,
ον
,
A).
living in the house,
ἀλεκτρυόνες
Gal.
14.215
.
ShortDef
living in the house
Debugging
Headword:
οἰκοδίαιτος
Headword (normalized):
οἰκοδίαιτος
Headword (normalized/stripped):
οικοδιαιτος
IDX:
72314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72315
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰκοδίαιτος</span> <span class="pron greek">[ῐ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">living in the house,</span> <span class="quote greek">ἀλεκτρυόνες</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.215 </span> .</div> </div><br><br>'}