Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
οἰκητικός
οἰκητός
οἰκήτωρ
οἰκία
οἰκιακός
vοικιάτας
οἰκίδιον
οἰκίδιος
οἰκίζω
οἰκιήτης
οἰκιμβάζειν
οἰκίον
οἰκισία
οἴκισις
οἰκίσκη
οἰκίσκος
οἰκισμός
οἰκιστήρ
οἰκιστής
οἰκιστικός
οἰκιτιεύς
View word page
οἰκιμβάζειν
οἰκιμβάζειν·
στραγγεύεσθαι, διατρίβειν,
Hsch.
; cf.
ὀκιμβ-.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
οἰκιμβάζειν
Headword (normalized):
οἰκιμβάζειν
Headword (normalized/stripped):
οικιμβαζειν
IDX:
72289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72290
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰκιμβάζειν·</span> <span class="foreign greek">στραγγεύεσθαι, διατρίβειν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> ; cf. <span class="foreign greek">ὀκιμβ-.</span> </div><br><br>'}