Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

οἰκειωτικός
οἰκέσιον
οἰκετεία
οἰκετεύω
οἰκέτης
οἰκετία
οἰκετικός
οἴκετις
οἰκεύς
οἰκέω
οἰκήϊος
οἴκημα
οἰκηματικός
οἰκημάτιον
οἰκήσιμος
οἴκησις
οἰκητήρ
οἰκητήριον
οἰκητήριος
οἰκητής
οἰκητικός
View word page
οἰκήϊος
οἰκ-ήϊος, οἰκ-ηϊότης, οἰκ-ηϊόω, Ion. for οἰκεῖος, etc.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οἰκήϊος
Headword (normalized):
οἰκήϊος
Headword (normalized/stripped):
οικηιος
IDX:
72269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72270
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰκ-ήϊος</span>, <span class="orth greek">οἰκ-ηϊότης</span>, <span class="orth greek">οἰκ-ηϊόω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">οἰκεῖος,</span> etc.</div><br><br>'}