Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

οἰκειόω
οἰκείω
οἰκείωμα
οἰκειωματικός
οἰκείωσις
οἰκειωτικός
οἰκέσιον
οἰκετεία
οἰκετεύω
οἰκέτης
οἰκετία
οἰκετικός
οἴκετις
οἰκεύς
οἰκέω
οἰκήϊος
οἴκημα
οἰκηματικός
οἰκημάτιον
οἰκήσιμος
οἴκησις
View word page
οἰκετία
οἰκετ-ία, ,
A). v. οἰκετεία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
οἰκετία
Headword (normalized):
οἰκετία
Headword (normalized/stripped):
οικετια
IDX:
72264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72265
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰκετ-ία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">οἰκετεία.</span> </div> </div><br><br>'}