Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
οἰκειάζω
οἰκειακός
οἰκειοποιέω
οἰκειοπραγία
οἰκεῖος
οἰκειότης
οἰκειοτονέομαι
οἰκειοτοπέω
οἰκειόφωνος
οἰκειόω
οἰκείω
οἰκείωμα
οἰκειωματικός
οἰκείωσις
οἰκειωτικός
οἰκέσιον
οἰκετεία
οἰκετεύω
οἰκέτης
οἰκετία
οἰκετικός
View word page
οἰκείω
οἰκεί-ω
, Ep. for
οἰκέω
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
οἰκείω
Headword (normalized):
οἰκείω
Headword (normalized/stripped):
οικειω
IDX:
72255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-72256
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">οἰκεί-ω</span>, Ep. for <span class="foreign greek">οἰκέω</span> (q. v.).</div><br><br>'}